Translation meaning & definition of the word "precession" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προενταξιακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precession
[Προετοιμασία]/prisɛʃən/
noun
1. The motion of a spinning body (as a top) in which it wobbles so that the axis of rotation sweeps out a cone
- synonym:
- precession
1. Η κίνηση ενός περιστρεφόμενου σώματος (ας ένα τοπ) στο οποίο ταλαντεύεται έτσι ώστε ο άξονας περιστροφής να σαρώνει έναν κώνο
- συνώνυμο:
- προετοιμασία
2. The act of preceding in time or order or rank (as in a ceremony)
- synonym:
- precession ,
- precedence ,
- precedency
2. Η πράξη του προηγούμενου σε χρόνο ή τάξη ή κατάταξη (α σε τελετή)
- συνώνυμο:
- προετοιμασία ,
- προτεραιότητα