Translation meaning & definition of the word "precept" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precept
[Επιλογή]/prisɛpt/
noun
1. Rule of personal conduct
- synonym:
- principle ,
- precept
1. Κανόνας προσωπικής συμπεριφοράς
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- παρασκευή
2. A doctrine that is taught
- "The teachings of religion"
- "He believed all the christian precepts"
- synonym:
- teaching ,
- precept ,
- commandment
2. Ένα δόγμα που διδάσκεται
- "Τα διδάγματα της θρησκείας"
- "Πίστευε σε όλες τις χριστιανικές αρχές"
- συνώνυμο:
- διδασκαλία ,
- παρασκευή ,
- εντολή