Translation meaning & definition of the word "preceding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωινό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preceding
[Προηγούμενη]/prisidɪŋ/
adjective
1. Existing or coming before
- synonym:
- preceding(a)
1. Υπάρχον ή έρχεται πριν
- συνώνυμο:
- προηγούμενο()
2. Of a person who has held and relinquished a position or office
- "A retiring member of the board"
- synonym:
- past(a) ,
- preceding(a) ,
- retiring(a)
2. Από ένα άτομο που έχει κρατήσει και παραιτηθεί από μια θέση ή ένα γραφείο
- "Ένα συνταξιοδοτούμενο μέλος του διοικητικού συμβουλίου"
- συνώνυμο:
- παστ( ,
- προηγούμενο() ,
- συνταξιοδότηση(