Translation meaning & definition of the word "precedent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτοφανής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precedent
[Προηγούμενοσ]/prɛsɪdənt/
noun
1. An example that is used to justify similar occurrences at a later time
- synonym:
- precedent ,
- case in point
1. Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει παρόμοια περιστατικά σε μεταγενέστερο χρόνο
- συνώνυμο:
- προηγούμενο ,
- περίπτωση στο σημείο
2. (civil law) a law established by following earlier judicial decisions
- synonym:
- case law ,
- precedent ,
- common law
2. (αστικό δίκαιο ) νόμος που έχει θεσπιστεί ακολουθώντας προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις
- συνώνυμο:
- νομολογία ,
- προηγούμενο ,
- κοινό δίκαιο
3. A system of jurisprudence based on judicial precedents rather than statutory laws
- "Common law originated in the unwritten laws of england and was later applied in the united states"
- synonym:
- common law ,
- case law ,
- precedent
3. Ένα σύστημα νομολογίας που βασίζεται σε δικαστικά προηγούμενα και όχι σε νομοθετικές πράξεις
- "Ο κοινός νόμος προέρχεται από τους άγραφους νόμους της αγγλίας και αργότερα εφαρμόστηκε στις ηνωμένες πολιτείες"
- συνώνυμο:
- κοινό δίκαιο ,
- νομολογία ,
- προηγούμενο
4. A subject mentioned earlier (preceding in time)
- synonym:
- precedent
4. Ένα θέμα που αναφέρθηκε νωρίτερα (πρωινό στο χρόνο)
- συνώνυμο:
- προηγούμενο
adjective
1. Preceding in time, order, or significance
- synonym:
- precedent
1. Προηγούμενο σε χρόνο, τάξη ή σημασία
- συνώνυμο:
- προηγούμενο
Examples of using
There is no precedent for such a case.
Δεν υπάρχει προηγούμενο για μια τέτοια υπόθεση.
There is no precedent for such a case.
Δεν υπάρχει προηγούμενο για μια τέτοια υπόθεση.
There is no precedent for such a case.
Δεν υπάρχει προηγούμενο για μια τέτοια υπόθεση.