Translation meaning & definition of the word "precaution" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precaution
[Προφύλαξη]/prikɔʃən/
noun
1. A precautionary measure warding off impending danger or damage or injury etc.
- "He put an ice pack on the injury as a precaution"
- "An insurance policy is a good safeguard"
- "We let our guard down"
- synonym:
- precaution ,
- safeguard ,
- guard
1. Ένα προληπτικό μέτρο που αποτρέπει τον επικείμενο κίνδυνο ή ζημία ή τραυματισμό κ.λπ.
- "Έβαλε ένα πακέτο πάγου στον τραυματισμό ως προληπτικό μέτρο"
- "Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι μια καλή προστασία"
- "Αφήνουμε τη φρουρά μας κάτω"
- συνώνυμο:
- προφύλαξη ,
- διασφάλιση ,
- φύλακασ
2. The trait of practicing caution in advance
- synonym:
- precaution
2. Το χαρακτηριστικό της εξάσκησης προσοχή εκ των προτέρων
- συνώνυμο:
- προφύλαξη
3. Judiciousness in avoiding harm or danger
- "He exercised caution in opening the door"
- "He handled the vase with care"
- synonym:
- caution ,
- precaution ,
- care ,
- forethought
3. Συνετότητα στην αποφυγή βλάβης ή κινδύνου
- "Είχε προσοχή στο άνοιγμα της πόρτας"
- "Χειρίστηκε το βάζο με προσοχή"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προφύλαξη ,
- φροντίδα ,
- προνοητική
Examples of using
As a precaution against infection, please put on the face mask provided to you.
Ως προφύλαξη κατά της μόλυνσης, παρακαλούμε να βάλετε τη μάσκα προσώπου που σας παρέχεται.