Translation meaning & definition of the word "precarious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Precarious
[Επισφαλής]/prikɛriəs/
adjective
1. Affording no ease or reassurance
- "A precarious truce"
- synonym:
- precarious ,
- unstable
1. Δεν παρέχουν καμία ευκολία ή καθησυχασμό
- "Επισφαλής ανακωχή"
- συνώνυμο:
- επισφαλής ,
- ασταθής
2. Fraught with danger
- "Dangerous waters"
- "A parlous journey on stormy seas"
- "A perilous voyage across the atlantic in a small boat"
- "The precarious life of an undersea diver"
- "Dangerous surgery followed by a touch-and-go recovery"
- synonym:
- parlous ,
- perilous ,
- precarious ,
- touch-and-go
2. Γεμάτος κίνδυνο
- "Επικίνδυνα νερά"
- "Ένα τραγικό ταξίδι σε θυελλώδεις θάλασσες"
- "Ένα επικίνδυνο ταξίδι στον ατλαντικό με ένα μικρό σκάφος"
- "Η επισφαλής ζωή ενός υποθαλάσσιου δύτη"
- "Επικίνδυνη χειρουργική επέμβαση που ακολουθείται από μια ανάκαμψη αφής και κίνησης"
- συνώνυμο:
- παρλουσ ,
- επικίνδυνοσ ,
- επισφαλής ,
- αφή και πάει
3. Not secure
- Beset with difficulties
- "A shaky marriage"
- synonym:
- precarious ,
- shaky
3. Δεν είναι ασφαλές
- Πληγώνω με δυσκολίες
- "Ένας ασταθής γάμος"
- συνώνυμο:
- επισφαλής ,
- τρελός