Translation meaning & definition of the word "preaching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προτίμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preaching
[Κηρύττω]/priʧɪŋ/
noun
1. An address of a religious nature (usually delivered during a church service)
- synonym:
- sermon ,
- discourse ,
- preaching
1. Μια διεύθυνση θρησκευτικής φύσης (συνήθως παραδίδεται κατά τη διάρκεια μιας υπηρεσίας εκκλησία)
- συνώνυμο:
- κήρυγμα ,
- διάλογος
2. A moralistic rebuke
- "Your preaching is wasted on him"
- synonym:
- sermon ,
- preaching
2. Μια ηθικολογική επίπληξη
- "Το κήρυγμά σου είναι χαμένο πάνω του"
- συνώνυμο:
- κήρυγμα
Examples of using
Jehovah's Witnesses are known for their door-to-door preaching.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι γνωστοί για το κήρυγμά τους από πόρτα σε πόρτα.
He was preaching God's Word to a small group of believers.
Κήρυττε το Λόγο του Θεού σε μια μικρή ομάδα πιστών.
You're preaching to the choir.
Κηρύττεις στη χορωδία.