Translation meaning & definition of the word "preacher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κηδεμόνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Preacher
[Ιεροκήρυκασ]/priʧər/
noun
1. Someone whose occupation is preaching the gospel
- synonym:
- preacher ,
- preacher man ,
- sermonizer ,
- sermoniser
1. Κάποιος του οποίου η κατοχή κηρύττει το ευαγγέλιο
- συνώνυμο:
- ιεροκήρυκασ ,
- ιεροκήρυκας άνθρωπος ,
- κηρύττων