Translation meaning & definition of the word "praxis" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πράξις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Praxis
[Πράξη]/præksɪs/
noun
1. Translating an idea into action
- "A hard theory to put into practice"
- "Differences between theory and praxis of communism"
- synonym:
- practice ,
- praxis
1. Μετατρέποντας μια ιδέα σε πράξη
- "Μια σκληρή θεωρία για να την κάνουμε πράξη"
- "Διαφορές μεταξύ θεωρίας και πράξης του κομμουνισμού"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση ,
- πράξις