Translation meaning & definition of the word "prattle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βιασύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prattle
[Κουδουνίζω]/prætəl/
noun
1. Idle or foolish and irrelevant talk
- synonym:
- prate ,
- prattle ,
- idle talk ,
- blether ,
- chin music
1. Αδρανής ή ανόητη και άσχετη ομιλία
- συνώνυμο:
- τρυπώ ,
- πρατσούλα ,
- αδρανής συζήτηση ,
- λευκαντικόσ ,
- μουσική πηγούνι
verb
1. Speak (about unimportant matters) rapidly and incessantly
- synonym:
- chatter ,
- piffle ,
- palaver ,
- prate ,
- tittle-tattle ,
- twaddle ,
- clack ,
- maunder ,
- prattle ,
- blab ,
- gibber ,
- tattle ,
- blabber ,
- gabble
1. Μιλήστε (για ασήμαντα θέματα ) γρήγορα και αδιάκοπα
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- πιφλέ ,
- παλάτι ,
- τρυπώ ,
- κουδουνίζω ,
- τουλάχιστον ,
- κλακ ,
- παρατηρώ ,
- πρατσούλα ,
- μπλαμπ ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- τατουάζ ,
- αμαυρώνω ,
- περιπλανώμαι