Translation meaning & definition of the word "prankster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωταγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prankster
[Φάρσα]/præŋkstər/
noun
1. Someone who plays practical jokes on others
- synonym:
- prankster ,
- cut-up ,
- trickster ,
- tricker ,
- hoaxer ,
- practical joker
1. Κάποιος που παίζει πρακτικά αστεία σε άλλους
- συνώνυμο:
- φράνκερ ,
- αποκοπή ,
- απατεώνασ ,
- παραπλανητήσ ,
- φυλακίζων ,
- πρακτικός τζόκερ
Examples of using
He is a big prankster.
Είναι ένας μεγάλος φαρσέρ.