Translation meaning & definition of the word "prank" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τράπεζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Prank
[Φάρσα]/præŋk/
noun
1. Acting like a clown or buffoon
- synonym:
- buffoonery ,
- clowning ,
- japery ,
- frivolity ,
- harlequinade ,
- prank
1. Ενεργώντας σαν κλόουν ή βουβούνι
- συνώνυμο:
- βουβωνικόσ ,
- κλόουν ,
- τζαπερί ,
- επιπολαιότητα ,
- αρλεκίνα ,
- φάρσα
2. A ludicrous or grotesque act done for fun and amusement
- synonym:
- antic ,
- joke ,
- prank ,
- trick ,
- caper ,
- put-on
2. Μια γελοία ή γκροτέσκο πράξη που γίνεται για διασκέδαση και διασκέδαση
- συνώνυμο:
- αντίκ ,
- αστείο ,
- φάρσα ,
- κόλπο ,
- κάπαρη ,
- παρακαμφθεί
verb
1. Dress or decorate showily or gaudily
- "Roses were pranking the lawn"
- synonym:
- prank
1. Ντύστε ή διακοσμήστε επιδεικτικά ή φανταχτερά
- "Τα τριαντάφυλλα τραβούσαν το γκαζόν"
- συνώνυμο:
- φάρσα
2. Dress up showily
- "He pranked himself out in his best clothes"
- synonym:
- prank
2. Ντύνομαι επιδεικτικά
- "Φάρσαρε τον εαυτό του με τα καλύτερά του ρούχα"
- συνώνυμο:
- φάρσα
Examples of using
Sarah was discerning enough to realize that her friends were trying to prank her.
Η Σάρα ήταν αρκετά διακριτική για να συνειδητοποιήσει ότι οι φίλοι της προσπαθούσαν να την φτιάξουν.