Translation meaning & definition of the word "praise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επιδοκιμασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Praise
[Έπαινος]/prez/
noun
1. An expression of approval and commendation
- "He always appreciated praise for his work"
- synonym:
- praise ,
- congratulations ,
- kudos ,
- extolment
1. Έκφραση έγκρισης και επαίνου
- "Πάντα εκτιμούσε τον έπαινο για τη δουλειά του"
- συνώνυμο:
- έπαινος ,
- συγχαρητήρια ,
- κούδο ,
- εξιλέωση
2. Offering words of homage as an act of worship
- "They sang a hymn of praise to god"
- synonym:
- praise
2. Προσφέρει λόγια φόρου τιμής ως πράξη λατρείας
- "Τραγούδησαν έναν ύμνο επαίνου στον θεό"
- συνώνυμο:
- έπαινος
verb
1. Express approval of
- "The parents praised their children for their academic performance"
- synonym:
- praise
1. Ρητή έγκριση του
- "Οι γονείς επαίνεσαν τα παιδιά τους για τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις"
- συνώνυμο:
- έπαινος
Examples of using
Tom certainly deserves praise.
Ο Τομ αξίζει σίγουρα τον έπαινο.
His behavior is worthy of praise.
Η συμπεριφορά του αξίζει επαίνους.
His work merits the highest praise.
Το έργο του αξίζει τον υψηλότερο έπαινο.