Translation meaning & definition of the word "practice" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πρακτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Practice
[Εξάσκηση]/præktəs/
noun
1. A customary way of operation or behavior
- "It is their practice to give annual raises"
- "They changed their dietary pattern"
- synonym:
- practice ,
- pattern
1. Ένας συνηθισμένος τρόπος λειτουργίας ή συμπεριφοράς
- "Είναι πρακτική τους να δίνουν ετήσιες αυξήσεις"
- "Άλλαξαν το διατροφικό τους πρότυπο"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση ,
- μοτίβο
2. Systematic training by multiple repetitions
- "Practice makes perfect"
- synonym:
- exercise ,
- practice ,
- drill ,
- practice session ,
- recitation
2. Συστηματική εκπαίδευση με πολλαπλές επαναλήψεις
- "Η εξάσκηση κάνει τέλεια"
- συνώνυμο:
- άσκηση ,
- εξάσκηση ,
- τρυπάνι ,
- πρακτική συνεδρία ,
- απαγγελία
3. Translating an idea into action
- "A hard theory to put into practice"
- "Differences between theory and praxis of communism"
- synonym:
- practice ,
- praxis
3. Μετατρέποντας μια ιδέα σε πράξη
- "Μια σκληρή θεωρία για να την κάνουμε πράξη"
- "Διαφορές μεταξύ θεωρίας και πράξης του κομμουνισμού"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση ,
- πράξις
4. The exercise of a profession
- "The practice of the law"
- "I took over his practice when he retired"
- synonym:
- practice
4. Η άσκηση ενός επαγγέλματος
- "Η πρακτική του νόμου"
- "Ανέλαβα το ιατρείο του όταν αποσύρθηκε"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση
5. Knowledge of how something is usually done
- "It is not the local practice to wear shorts to dinner"
- synonym:
- practice
5. Γνώση του πώς γίνεται συνήθως κάτι
- "Δεν είναι τοπική πρακτική να φοράς σορτς για δείπνο"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση
verb
1. Carry out or practice
- As of jobs and professions
- "Practice law"
- synonym:
- practice ,
- practise ,
- exercise ,
- do
1. Πραγματοποιήστε ή εξασκηθείτε
- Όσον αφορά τις θέσεις εργασίας και τα επαγγέλματα
- "Ασκητικό δίκαιο"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση ,
- εξασκηθείτε ,
- άσκηση ,
- κάνω
2. Learn by repetition
- "We drilled french verbs every day"
- "Pianists practice scales"
- synonym:
- drill ,
- exercise ,
- practice ,
- practise
2. Μάθετε με την επανάληψη
- "Τρυπούσαμε γαλλικά ρήματα κάθε μέρα"
- "Οι πιανιστές ασκούν κλίμακες"
- συνώνυμο:
- τρυπάνι ,
- άσκηση ,
- εξάσκηση ,
- εξασκηθείτε
3. Engage in a rehearsal (of)
- synonym:
- rehearse ,
- practise ,
- practice
3. Ασχοληθείτε με μια πρόβα (του)
- συνώνυμο:
- πρόβα ,
- εξασκηθείτε ,
- εξάσκηση
4. Avail oneself to
- "Apply a principle"
- "Practice a religion"
- "Use care when going down the stairs"
- "Use your common sense"
- "Practice non-violent resistance"
- synonym:
- practice ,
- apply ,
- use
4. Επωφελούμαι
- "Εφαρμόστε μια αρχή"
- "Ασκείτε μια θρησκεία"
- "Χρησιμοποιήστε προσοχή όταν κατεβαίνετε τις σκάλες"
- "Χρησιμοποίησε την κοινή σου λογική"
- "Ασκήστε μη βίαιη αντίσταση"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση ,
- εφαρμόζω ,
- χρήση
5. Engage in or perform
- "Practice safe sex"
- "Commit a random act of kindness"
- synonym:
- commit ,
- practice
5. Ασχοληθείτε ή εκτελέστε
- "Εξασκηθείτε στο ασφαλές σεξ"
- "Διαπράξτε μια τυχαία πράξη καλοσύνης"
- συνώνυμο:
- δεσμεύομαι ,
- εξάσκηση
Examples of using
Tom's practice has grown rapidly.
Η πρακτική του Τομ έχει αυξηθεί ραγδαία.
It's very important for people to practice sports for free.
Είναι πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους να ασκούν τον αθλητισμό δωρεάν.
I wanted to ride my bike, but I'm out of practice.
Ήθελα να οδηγήσω το ποδήλατό μου, αλλά είμαι εκτός προπόνησης.