Translation meaning & definition of the word "practicality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρακτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Practicality
[Πρακτικότητα]/præktɪkæləti/
noun
1. Concerned with actual use rather than theoretical possibilities
- synonym:
- practicality
1. Ασχολείται με την πραγματική χρήση και όχι με θεωρητικές δυνατότητες
- συνώνυμο:
- πρακτικότητα