Translation meaning & definition of the word "practicable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρακτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Practicable
[Πρακτικόσ]/præktəkəbəl/
adjective
1. Usable for a specific purpose
- "An operable plan"
- "A practicable solution"
- synonym:
- operable ,
- practicable
1. Είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
- "Ένα λειτουργικό σχέδιο"
- "Πρακτική λύση"
- συνώνυμο:
- λειτουργήσιμοσ ,
- εφαρμοστέος
2. Capable of being done with means at hand and circumstances as they are
- synonym:
- feasible ,
- executable ,
- practicable ,
- viable ,
- workable
2. Ικανό να γίνει με τα μέσα που βρίσκονται στο χέρι και τις περιστάσεις όπως είναι
- συνώνυμο:
- εφικτός ,
- εκτελέσιμη ,
- εφαρμοστέος ,
- βιώσιμος ,
- εφαρμόσιμος