Translation meaning & definition of the word "pox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευλογιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pox
[Πανωφόρι]/pɑks/
noun
1. A common venereal disease caused by the treponema pallidum spirochete
- Symptoms change through progressive stages
- Can be congenital (transmitted through the placenta)
- synonym:
- syphilis ,
- syph ,
- pox ,
- lues venerea ,
- lues
1. Μια κοινή αφροδίσια ασθένεια που προκαλείται από το τρεπόνημα σπιρόκετο
- Τα συμπτώματα αλλάζουν μέσα από προοδευτικά στάδια
- Μπορεί να είναι συγγενής (μεταδίδεται μέσω του πλακούντα)
- συνώνυμο:
- σύφιλη ,
- σύφα ,
- που ,
- λουίζα ,
- λουτζ
2. A contagious disease characterized by purulent skin eruptions that may leave pock marks
- synonym:
- pox
2. Μια μεταδοτική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από πυώδεις εκρήξεις δέρματος που μπορεί να αφήσει σημάδια τσέπης
- συνώνυμο:
- που