Translation meaning & definition of the word "powerfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυναμικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Powerfully
[Δυναμικά]/paʊərfli/
adverb
1. In a powerful manner
- "The federal government replaced the powerfully pro-settler sir godfrey huggins with the even tougher and more determined ex-trade unionist"
- synonym:
- powerfully ,
- strongly
1. Με έναν ισχυρό τρόπο
- "Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντικατέστησε τον ισχυρό υποστηρικτή σερ γκόντφρι χιούγκινς με τον ακόμα πιο σκληρό και αποφασισμένο πρώην συνδικαλιστή"
- συνώνυμο:
- δυναμικά ,
- έντονα
2. In a manner having a powerful influence
- "Clytemnestra's ghost crying in the night for vengeance remained most potently in the audience's mind"
- synonym:
- potently ,
- powerfully
2. Με έναν τρόπο που έχει μια ισχυρή επιρροή
- "Το φάντασμα της κλυταιμνήστρας που έκλαιγε τη νύχτα για εκδίκηση παρέμεινε πιο αποτελεσματικό στο μυαλό του κοινού"
- συνώνυμο:
- πολύ δυνατά ,
- δυναμικά