Translation meaning & definition of the word "powered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενδυνάμωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Powered
[Τροφοδοτείται]/paʊərd/
adjective
1. (often used in combination) having or using or propelled by means of power or power of a specified kind
- "Powered flight"
- "Kerosine-powered jet engines"
- synonym:
- powered
1. (συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό) που έχει ή χρησιμοποιεί ή προωθείται με δύναμη ή δύναμη συγκεκριμένου τύπου
- "Πτήση με τροφοδοσία"
- "Κινητήρες αεριωθούμενων από κεροζίνη"
- συνώνυμο:
- τροφοδοτείται
Examples of using
The radio is powered off.
Το ραδιόφωνο είναι απενεργοποιημένο.