Translation meaning & definition of the word "pout" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "εξαγορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pout
[Στρώνω]/paʊt/
noun
1. A disdainful grimace
- synonym:
- pout ,
- moue ,
- wry face
1. Ένας περιφρονητικός απατεώνας
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- μου ,
- πρόσωπο με πανωφόρι
2. Marine eellike mostly bottom-dwelling fishes of northern seas
- synonym:
- eelpout ,
- pout
2. Θαλάσσια ελαιόδεντρα κυρίως ψάρια κάτω από το πυθμένα της βόρειας θάλασσας
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- πουλί
3. Catfish common in eastern united states
- synonym:
- horned pout ,
- hornpout ,
- pout ,
- Ameiurus Melas
3. Γατόψαρο κοινό στις ανατολικές ηνωμένες πολιτείες
- συνώνυμο:
- πουτίγκα ,
- αναβλύζω ,
- πουλί ,
- Αμειούρης Μελάς
verb
1. Be in a huff and display one's displeasure
- "She is pouting because she didn't get what she wanted"
- synonym:
- sulk ,
- pout ,
- brood
1. Να είστε σε μια απόχρωση και να εμφανίσετε τη δυσαρέσκεια ενός ατόμου
- "Αυτή είναι επειδή δεν πήρε αυτό που ήθελε"
- συνώνυμο:
- σουλκ ,
- πουλί ,
- σκούπα
2. Make a sad face and thrust out one's lower lip
- "Mop and mow"
- "The girl pouted"
- synonym:
- pout ,
- mop ,
- mow
2. Κάντε ένα λυπημένο πρόσωπο και σπρώξτε έξω το κάτω χείλος κάποιου
- "Σφουγγαρίστρα και κουρελού"
- "Το κορίτσι πουλούσε"
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- σφουγγαρίστρα ,
- κουρελιάζω