Translation meaning & definition of the word "pounding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pounding
[Κατασκευή]/paʊndɪŋ/
noun
1. Repeated heavy blows
- synonym:
- pounding ,
- buffeting
1. Επαναλαμβανόμενα βαριά χτυπήματα
- συνώνυμο:
- σφυροκόπημα ,
- προσωρινή επιφάνεια
2. An instance of rapid strong pulsation (of the heart)
- "He felt a throbbing in his head"
- synonym:
- throb ,
- throbbing ,
- pounding
2. Ένα παράδειγμα ταχείας ισχυρής παλμών ( της καρδιάς)
- "Ένιωσε ένα παλλόμενο στο κεφάλι του"
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- σφυροκόπημα
3. The act of pounding (delivering repeated heavy blows)
- "The sudden hammer of fists caught him off guard"
- "The pounding of feet on the hallway"
- synonym:
- hammer ,
- pound ,
- hammering ,
- pounding
3. Η πράξη της σφυρηλάτησης (παρέχει επαναλαμβανόμενα βαριά χτυπήματα)
- "Το ξαφνικό σφυρί των γροθιές τον έπιασε εκτός φρουράς"
- "Το χτύπημα των ποδιών στο διάδρομο"
- συνώνυμο:
- σφυρί ,
- λίρα ,
- σφυρηλάτηση ,
- σφυροκόπημα