Translation meaning & definition of the word "poultry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουλερικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poultry
[Πουλερικά]/poʊltri/
noun
1. A domesticated gallinaceous bird thought to be descended from the red jungle fowl
- synonym:
- domestic fowl ,
- fowl ,
- poultry
1. Ένα εξημερωμένο γαλαζοειδές πουλί πιστεύεται ότι κατάγεται από τα κόκκινα πτηνά της ζούγκλας
- συνώνυμο:
- εγχώρια πτηνά ,
- πτηνό ,
- πουλερικά
2. Flesh of chickens or turkeys or ducks or geese raised for food
- synonym:
- poultry
2. Σάρκα από κοτόπουλα ή γαλοπούλες ή πάπιες ή χήνες που εκτρέφονται για φαγητό
- συνώνυμο:
- πουλερικά
Examples of using
He keeps a small poultry yard.
Διατηρεί μια μικρή αυλή πουλερικών.