Translation meaning & definition of the word "pouch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παξιμάδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pouch
[Σακουλάκι]/paʊʧ/
noun
1. A small or medium size container for holding or carrying things
- synonym:
- pouch
1. Ένα δοχείο μικρού ή μεσαίου μεγέθους για τη συγκράτηση ή τη μεταφορά των πραγμάτων
- συνώνυμο:
- θήκη
2. An enclosed space
- "The trapped miners found a pocket of air"
- synonym:
- pouch ,
- sac ,
- sack ,
2. Ένας κλειστός χώρος
- "Οι παγιδευμένοι ανθρακωρύχοι βρήκαν μια τσέπη αέρα"
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- σακκίδιο ,
- σακίδιο ,
- τσέπη
3. (anatomy) saclike structure in any of various animals (as a marsupial or gopher or pelican)
- synonym:
- pouch ,
3. (ανατομί) ιερή δομή σε οποιοδήποτε από τα διάφορα ζώα (α είναι μαρσιποφόρο ή γοφερικό ή πελικα)
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- τσέπη
verb
1. Put into a small bag
- synonym:
- pouch
1. Βάλτε σε μια μικρή τσάντα
- συνώνυμο:
- θήκη
2. Send by special mail that goes through diplomatic channels
- synonym:
- pouch
2. Αποστολή με ειδικό ταχυδρομείο που περνά μέσω διπλωματικών καναλιών
- συνώνυμο:
- θήκη
3. Swell or protrude outwards
- "His stomach bulged after the huge meal"
- synonym:
- bulge ,
- pouch ,
- protrude
3. Πρηστείτε ή προεξέχετε προς τα έξω
- "Το στομάχι του έχει διογκωθεί μετά το τεράστιο γεύμα"
- συνώνυμο:
- διόγκωση ,
- θήκη ,
- προεξέχω