Translation meaning & definition of the word "potter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγγείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Potter
[Πότερ]/pɑtər/
noun
1. A craftsman who shapes pottery on a potter's wheel and bakes them it a kiln
- synonym:
- potter ,
- thrower ,
- ceramicist ,
- ceramist
1. Ένας τεχνίτης που σχηματίζει κεραμικά στο τιμόνι ενός αγγειοπλάστη και τα ψήνει σε έναν κλίβανο
- συνώνυμο:
- αγγειοπλάστησ ,
- πετών ,
- κεραμίστας ,
- κεραμίστασ
verb
1. Do random, unplanned work or activities or spend time idly
- "The old lady is usually mucking about in her little house"
- synonym:
- putter ,
- mess around ,
- potter ,
- tinker ,
- monkey ,
- monkey around ,
- muck about ,
- muck around
1. Κάντε τυχαία, μη προγραμματισμένη εργασία ή δραστηριότητες ή περάστε αδρανή χρόνο
- "Η ηλικιωμένη κυρία συνήθως περιπλανιέται στο μικρό της σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ανακατώ ,
- αγγειοπλάστησ ,
- τίνκερ ,
- μαϊμού ,
- μαϊμού γύρω ,
- περιπλανώμαι
2. Work lightly
- "The old lady is pottering around in the garden"
- synonym:
- potter ,
- putter
2. Εργαστείτε ελαφρά
- "Η ηλικιωμένη κυρία ποτίζει γύρω στον κήπο"
- συνώνυμο:
- αγγειοπλάστησ ,
- παραπονιέμαι
3. Move around aimlessly
- synonym:
- putter ,
- potter ,
- potter around ,
- putter around
3. Μετακινηθείτε άσκοπα
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αγγειοπλάστησ ,
- αγγειοπλάστης γύρω ,
- περιπλανώμαι