Translation meaning & definition of the word "potent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δύνατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Potent
[Ισχυρός]/poʊtənt/
adjective
1. Having great influence
- synonym:
- potent ,
- powerful
1. Έχοντας μεγάλη επιρροή
- συνώνυμο:
- ισχυρός
2. Having or wielding force or authority
- "Providing the ground soldier with increasingly potent weapons"
- synonym:
- potent ,
- strong
2. Έχοντας ή παρέχοντας δύναμη ή εξουσία
- "Παροχή του στρατιώτη του εδάφους με όλο και πιο ισχυρά όπλα"
- συνώνυμο:
- ισχυρός
3. Having a strong physiological or chemical effect
- "A potent toxin"
- "Potent liquor"
- "A potent cup of tea", "a stiff drink"
- synonym:
- potent ,
- strong ,
- stiff
3. Έχοντας ισχυρό φυσιολογικό ή χημικό αποτέλεσμα
- "Μια ισχυρή τοξίνη"
- "Ποτό λικέρ"
- "Ένα ισχυρό φλιτζάνι τσάι", "ένα σκληρό ποτό"
- συνώνυμο:
- ισχυρός ,
- σκληρός
4. (of a male) capable of copulation
- synonym:
- potent ,
- virile
4. ( ενός αρσενικού) ικανό για συσσώρευση
- συνώνυμο:
- ισχυρός ,
- αρρενωπόσ