Translation meaning & definition of the word "potassium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάλιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Potassium
[Κάλιο]/pətæsiəm/
noun
1. A light soft silver-white metallic element of the alkali metal group
- Oxidizes rapidly in air and reacts violently with water
- Is abundant in nature in combined forms occurring in sea water and in carnallite and kainite and sylvite
- synonym:
- potassium ,
- K ,
- atomic number 19
1. Ένα ελαφρύ μαλακό ασημί-λευκό μεταλλικό στοιχείο της ομάδας αλκαλικών μετάλλων
- Οξειδώνεται γρήγορα στον αέρα και αντιδρά βίαια με το νερό
- Είναι άφθονη στη φύση σε συνδυασμένες μορφές που εμφανίζονται στο θαλασσινό νερό και στον καρναλίτη και στον καϊνίτη και στον
- συνώνυμο:
- κάλιο ,
- Κ ,
- ατομικός αριθμός 19