Translation meaning & definition of the word "posture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στάση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Posture
[Στάση]/pɑsʧər/
noun
1. The arrangement of the body and its limbs
- "He assumed an attitude of surrender"
- synonym:
- position ,
- posture ,
- attitude
1. Η διάταξη του σώματος και των άκρων του
- "Ανέλαβε μια στάση παράδοσης"
- συνώνυμο:
- θέση ,
- στάση
2. Characteristic way of bearing one's body
- "Stood with good posture"
- synonym:
- carriage ,
- bearing ,
- posture
2. Χαρακτηριστικός τρόπος να φέρει το σώμα κάποιου
- "Αντιλαμβάνεται με καλή στάση"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- ρουλεμάν ,
- στάση
3. A rationalized mental attitude
- synonym:
- position ,
- stance ,
- posture
3. Μια εξορθολογισμένη νοητική στάση
- συνώνυμο:
- θέση ,
- στάση
4. Capability in terms of personnel and materiel that affect the capacity to fight a war
- "We faced an army of great strength"
- "Politicians have neglected our military posture"
- synonym:
- military capability ,
- military strength ,
- strength ,
- military posture ,
- posture
4. Ικανότητα όσον αφορά το προσωπικό και το υλικό που επηρεάζουν την ικανότητα να καταπολεμήσουν έναν πόλεμο
- "Αντιμετωπίσαμε έναν στρατό μεγάλης δύναμης"
- "Οι πολιτικοί έχουν παραμελήσει τη στρατιωτική μας στάση"
- συνώνυμο:
- στρατιωτική ικανότητα ,
- στρατιωτική δύναμη ,
- δύναμη ,
- στρατιωτική στάση ,
- στάση
verb
1. Behave affectedly or unnaturally in order to impress others
- "Don't pay any attention to him--he is always posing to impress his peers!"
- "She postured and made a total fool of herself"
- synonym:
- pose ,
- posture
1. Συμπεριφερθείτε επηρεασμένα ή αφύσικα για να εντυπωσιάσετε τους άλλους
- "Μην δίνετε καμία προσοχή σε αυτόν - πάντα ποζάρει για να εντυπωσιάσει τους συνομηλίκους του!"
- "Αναρωτήθηκε και ξεγέλασε τον εαυτό της"
- συνώνυμο:
- πόζα ,
- στάση
2. Assume a posture as for artistic purposes
- "We don't know the woman who posed for leonardo so often"
- synonym:
- model ,
- pose ,
- sit ,
- posture
2. Αποκτήστε μια στάση ως καλλιτεχνική για σκοπούς
- "Δεν γνωρίζουμε τη γυναίκα που ποζάρει για τον λεονάρντο τόσο συχνά"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- πόζα ,
- κάθομαι ,
- στάση