Translation meaning & definition of the word "postponement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Postponement
[Αναβολή]/poʊstpoʊnmənt/
noun
1. Time during which some action is awaited
- "Instant replay caused too long a delay"
- "He ordered a hold in the action"
- synonym:
- delay ,
- hold ,
- time lag ,
- postponement ,
- wait
1. Χρόνος κατά τον οποίο αναμένεται κάποια δράση
- "Η στιγμιαία επανάληψη προκάλεσε πολύ μεγάλη καθυστέρηση"
- "Παρήγγειλε μια αναμονή στη δράση"
- συνώνυμο:
- καθυστέρηση ,
- κρατώ ,
- χρονική καθυστέρηση ,
- αναβολή ,
- περιμένετε
2. Act of putting off to a future time
- synonym:
- postponement ,
- deferment ,
- deferral
2. Πράξη αναβολής σε μελλοντικό χρόνο
- συνώνυμο:
- αναβολή