Translation meaning & definition of the word "postman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχυδρόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Postman
[Ταχυδρόμος]/poʊstmən/
noun
1. A man who delivers the mail
- synonym:
- mailman ,
- postman ,
- mail carrier ,
- letter carrier ,
- carrier
1. Ένας άνθρωπος που παραδίδει το ταχυδρομείο
- συνώνυμο:
- ταχυδρόμος ,
- φορέας ταχυδρομείου ,
- φορέας επιστολής ,
- μεταφορέας
Examples of using
Today the postman brought your very sweet gift.
Σήμερα ο ταχυδρόμος έφερε το πολύ γλυκό δώρο σας.
The postman was in good spirits this morning.
Ο ταχυδρόμος ήταν σε καλά πνεύματα σήμερα το πρωί.
The postman was bitten by that dog.
Ο ταχυδρόμος δαγκώθηκε από αυτό το σκύλο.