Translation meaning & definition of the word "posterity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφοσίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Posterity
[Αφίσα]/pɑstɛrəti/
noun
1. All of the offspring of a given progenitor
- "We must secure the benefits of freedom for ourselves and our posterity"
- synonym:
- descendants ,
- posterity
1. Όλοι οι απόγονοι ενός δεδομένου προγόνου
- "Πρέπει να εξασφαλίσουμε τα οφέλη της ελευθερίας για τους εαυτούς μας και την απόκτησή μας"
- συνώνυμο:
- απόγονοι ,
- απόσταση
2. All future generations
- synonym:
- posterity
2. Όλες οι μελλοντικές γενιές
- συνώνυμο:
- απόσταση