Translation meaning & definition of the word "posterior" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακάτω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Posterior
[Αφίσα]/pɔstɪrjər/
noun
1. The fleshy part of the human body that you sit on
- "He deserves a good kick in the butt"
- "Are you going to sit on your fanny and do nothing?"
- synonym:
- buttocks ,
- nates ,
- arse ,
- butt ,
- backside ,
- bum ,
- buns ,
- can ,
- fundament ,
- hindquarters ,
- hind end ,
- keister ,
- posterior ,
- prat ,
- rear ,
- rear end ,
- rump ,
- stern ,
- seat ,
- tail ,
- tail end ,
- tooshie ,
- tush ,
- bottom ,
- behind ,
- derriere ,
- fanny ,
- ass
1. Το σαρκώδες μέρος του ανθρώπινου σώματος που κάθεστε
- "Αξίζει ένα καλό λάκτισμα στο άκρο"
- "Πρόκειται να καθίσετε στη φανή σας και να μην κάνετε τίποτα?"
- συνώνυμο:
- γλουτοί ,
- νάτεσ ,
- άρεσ ,
- πισινός ,
- πίσω ,
- ανατροπή ,
- ψωμάκια ,
- μπορώ ,
- βασικόσ ,
- οπίσθια ,
- πίσω μέρος ,
- κέιστρο ,
- οπισθοχώρων ,
- πρατ ,
- πίσω άκρο ,
- παλιοβολώ ,
- στερν ,
- κάθισμα ,
- ουρά ,
- τελείωμα ,
- τουσί ,
- τουαλέτα ,
- κάτω ,
- ντέρι ,
- φάντα ,
- κώλοσ
2. A tooth situated at the back of the mouth
- synonym:
- back tooth ,
- posterior
2. Ένα δόντι που βρίσκεται στο πίσω μέρος του στόματος
- συνώνυμο:
- πίσω δόντι ,
- οπισθοχώρων
adjective
1. Located at or near or behind a part or near the end of a structure
- synonym:
- posterior
1. Βρίσκεται σε ή κοντά ή πίσω από ένα μέρος ή κοντά στο τέλος μιας δομής
- συνώνυμο:
- οπισθοχώρων
2. Coming at a subsequent time or stage
- "Without ulterior argument"
- "The mood posterior to"
- synonym:
- later(a) ,
- ulterior ,
- posterior
2. Έρχεται σε επόμενη ώρα ή στάδιο
- "Χωρίς απώτερο επιχείρημα"
- "Η διάθεση οπίσθια"
- συνώνυμο:
- λατερίσ() ,
- απώτεροσ ,
- οπισθοχώρων