Translation meaning & definition of the word "poster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφίσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poster
[Αφίσα]/poʊstər/
noun
1. A sign posted in a public place as an advertisement
- "A poster advertised the coming attractions"
- synonym:
- poster ,
- posting ,
- placard ,
- notice ,
- bill ,
- card
1. Ένα σημάδι που δημοσιεύτηκε σε δημόσιο χώρο ως διαφήμιση
- "Μια αφίσα διαφήμισε τα επερχόμενα αξιοθέατα"
- συνώνυμο:
- αφίσα ,
- δημοσίευση ,
- πλακάτ ,
- ειδοποίηση ,
- λογαριασμός ,
- κάρτα
2. Someone who pastes up bills or placards on walls or billboards
- synonym:
- bill poster ,
- poster ,
- bill sticker
2. Κάποιος που επικολλά λογαριασμούς ή πλακάτ σε τοίχους ή πινακίδες
- συνώνυμο:
- αφίσα του λογαριασμού ,
- αφίσα ,
- αυτοκόλλητο
3. A horse kept at an inn or post house for use by mail carriers or for rent to travelers
- synonym:
- post horse ,
- post-horse ,
- poster
3. Ένα άλογο που φυλάσσεται σε ένα πανδοχείο ή ταχυδρομικό σπίτι για χρήση από μεταφορείς ταχυδρομείου ή προς ενοικίαση σε ταξιδιώτες
- συνώνυμο:
- αλογάκι ,
- μετά το άλογο ,
- αφίσα
Examples of using
What does that poster mean?
Τι σημαίνει αυτή η αφίσα?