Translation meaning & definition of the word "post" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ανάρτηση" στην ελληνική γλώσσα
Post
[Ανάρτηση]noun
1. The position where someone (as a guard or sentry) stands or is assigned to stand
- "A soldier manned the entrance post"
- "A sentry station"
- synonym:
- post ,
- station
1. Η θέση όπου κάποιος (ως φύλακας ή φρουρός) στέκεται ή του ανατίθεται να σταθεί
- "Ένας στρατιώτης επάνδρωσε το στύλο της εισόδου"
- "Ένας σταθμός φρουρών"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- σταθμός
2. Military installation at which a body of troops is stationed
- "This military post provides an important source of income for the town nearby"
- "There is an officer's club on the post"
- synonym:
- military post ,
- post
2. Στρατιωτική εγκατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα σώμα στρατευμάτων
- "Αυτή η στρατιωτική θέση παρέχει μια σημαντική πηγή εισοδήματος για την κοντινή πόλη"
- "Υπάρχει μια λέσχη αξιωματικών στο πόστο"
- συνώνυμο:
- στρατιωτικό πόστο ,
- ανάρτηση
3. A job in an organization
- "He occupied a post in the treasury"
- synonym:
- position ,
- post ,
- berth ,
- office ,
- spot ,
- billet ,
- place ,
- situation
3. Μια δουλειά σε έναν οργανισμό
- "Κατέλαβε θέση στο θησαυροφυλάκιο"
- συνώνυμο:
- θέση ,
- ανάρτηση ,
- κουκέτα ,
- γραφείο ,
- σημείο ,
- billet ,
- τόπος ,
- κατάσταση
4. An upright consisting of a piece of timber or metal fixed firmly in an upright position
- "He set a row of posts in the ground and strung barbwire between them"
- synonym:
- post
4. Ένα όρθιο που αποτελείται από ένα κομμάτι ξυλείας ή μετάλλου στερεωμένο σταθερά σε όρθια θέση
- "Έβαλε μια σειρά από στύλους στο έδαφος και έδεσε ανάμεσά τους"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
5. United states aviator who in 1933 made the first solo flight around the world (1899-1935)
- synonym:
- Post ,
- Wiley Post
5. Αεροπόρος των ηνωμένων πολιτειών που το 1933 πραγματοποίησε την πρώτη σόλο πτήση σε όλο τον κόσμο (1899-1935)
- συνώνυμο:
- Ανάρτηση ,
- Wiley Post
6. United states female author who wrote a book and a syndicated newspaper column on etiquette (1872-1960)
- synonym:
- Post ,
- Emily Post ,
- Emily Price Post
6. Γυναίκα συγγραφέας των ηνωμένων πολιτειών που έγραψε ένα βιβλίο και μια στήλη κοινοπρακτικής εφημερίδας για την εθιμοτυπία (1872-1960)
- συνώνυμο:
- Ανάρτηση ,
- Έμιλι Ποστ ,
- Emily Price Post
7. United states manufacturer of breakfast cereals and postum (1854-1914)
- synonym:
- Post ,
- C. W. Post ,
- Charles William Post
7. Ηνωμένες πολιτείες κατασκευαστής δημητριακών πρωινού και postum (1854-1914)
- συνώνυμο:
- Ανάρτηση ,
- C. W. Ανάρτηση ,
- Τσαρλς Γουίλιαμ Ποστ
8. Any particular collection of letters or packages that is delivered
- "Your mail is on the table"
- "Is there any post for me?"
- "She was opening her post"
- synonym:
- post
8. Οποιαδήποτε συγκεκριμένη συλλογή επιστολών ή πακέτων που παραδίδεται
- "Η αλληλογραφία σου είναι στο τραπέζι"
- "Υπάρχει καμία ανάρτηση για μένα;"
- "Άνοιγε το πόστο της"
- συνώνυμο:
- ταχυδρομείο ,
- ανάρτηση
9. A pole or stake set up to mark something (as the start or end of a race track)
- "A pair of posts marked the goal"
- "The corner of the lot was indicated by a stake"
- synonym:
- post ,
- stake
9. Ένας στύλος ή ένας πάσσαλος που έχει ρυθμιστεί για να σηματοδοτήσει κάτι (ως εκκίνηση ή τέλος μιας πίστας αγώνων)
- "Ένα ζευγάρι αναρτήσεων σημάδεψε τον στόχο"
- "Η γωνία του οικοπέδου υποδεικνυόταν με πάσσαλο"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- διακύβευμα
10. The system whereby messages are transmitted via the post office
- "The mail handles billions of items every day"
- "He works for the united states mail service"
- "In england they call mail `the post'"
- synonym:
- mail service ,
- postal service ,
- post
10. Το σύστημα με το οποίο μεταδίδονται μηνύματα μέσω του ταχυδρομείου
- "Η αλληλογραφία χειρίζεται δισεκατομμύρια αντικείμενα κάθε μέρα"
- "Εργάζεται για την υπηρεσία αλληλογραφίας των ηνωμένων πολιτειών"
- "Στην αγγλία καλούν mail `the post'"
- συνώνυμο:
- ταχυδρομείο ,
- υπηρεσία αλληλογραφίας ,
- ταχυδρομική υπηρεσία ,
- ανάρτηση
11. The delivery and collection of letters and packages
- "It came by the first post"
- "If you hurry you'll catch the post"
- synonym:
- post
11. Η παράδοση και παραλαβή επιστολών και πακέτων
- "Ήρθε από το πρώτο ποστ"
- "Αν βιαστείς θα προλάβεις το πόστο"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
verb
1. Affix in a public place or for public notice
- "Post a warning"
- synonym:
- post
1. Επίθεση σε δημόσιο χώρο ή για δημόσια ειδοποίηση
- "Δημοσίευση προειδοποίησης"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
2. Publicize with, or as if with, a poster
- "I'll post the news on the bulletin board"
- synonym:
- post
2. Δημοσιοποιήστε με, ή σαν με, μια αφίσα
- "Θα δημοσιεύσω τα νέα στον πίνακα ανακοινώσεων"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
3. Assign to a post
- Put into a post
- "The newspaper posted him in timbuktu"
- synonym:
- post
3. Ανάθεση σε μια δημοσίευση
- Βάλτε σε ένα ποστ
- "Η εφημερίδα τον ανάρτησε στο τιμπουκτού"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
4. Assign to a station
- synonym:
- station ,
- post ,
- send ,
- place
4. Ανάθεση σε σταθμό
- συνώνυμο:
- σταθμός ,
- ανάρτηση ,
- στείλτε ,
- τόπος
5. Display, as of records in sports games
- synonym:
- post
5. Εμφάνιση, όπως τα αρχεία σε αθλητικά παιχνίδια
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
6. Enter on a public list
- synonym:
- post
6. Εισαγάγετε σε δημόσια λίστα
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
7. Transfer (entries) from one account book to another
- synonym:
- post ,
- carry
7. Μεταφορά (εγγραφές) από ένα λογιστικό βιβλίο σε άλλο
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- μεταφέρω
8. Ride western style and bob up and down in the saddle in rhythm with a horse's trotting gait
- synonym:
- post
8. Οδηγήστε δυτικό στυλ και βάλτε πάνω-κάτω στη σέλα σε ρυθμό με το βάδισμα ενός αλόγου
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
9. Mark with a stake
- "Stake out the path"
- synonym:
- stake ,
- post
9. Σημάδι με πάσσαλο
- "Ποντάρετε το μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- διακύβευμα ,
- ανάρτηση
10. Place so as to be noticed
- "Post a sign"
- "Post a warning at the dump"
- synonym:
- post ,
- put up
10. Τόπος έτσι ώστε να γίνει αντιληπτός
- "Ανάρτηση πινακίδας"
- "Δημοσιεύστε μια προειδοποίηση στη χωματερή"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- βάζω
11. Cause to be directed or transmitted to another place
- "Send me your latest results"
- "I'll mail you the paper when it's written"
- synonym:
- post ,
- send
11. Αιτία να κατευθύνεται ή να μεταδίδεται σε άλλο μέρος
- "Στείλε μου τα τελευταία σου αποτελέσματα"
- "Θα σου ταχυδρομήσω το χαρτί όταν γραφτεί"
- συνώνυμο:
- ταχυδρομείο ,
- ανάρτηση ,
- στείλτε
12. Mark or expose as infamous
- "She was branded a loose woman"
- synonym:
- post ,
- brand
12. Σημειώστε ή εκθέστε ως διαβόητο
- "Την χαρακτήρισαν χαλαρή γυναίκα"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- μάρκα