Translation meaning & definition of the word "possum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνθεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Possum
[Κατοχή]/pɑsəm/
noun
1. Nocturnal arboreal marsupial having a naked prehensile tail found from southern north america to northern south america
- synonym:
- opossum ,
- possum
1. Νυκτερινό μαρσιποφόρο με γυμνή προεφηβική ουρά που βρέθηκε από τη νότια βόρεια αμερική στη βόρεια νότια αμερική
- συνώνυμο:
- οπόσσο ,
- πιθανότητα
2. Small furry australian arboreal marsupials having long usually prehensile tails
- synonym:
- phalanger ,
- opossum ,
- possum
2. Μικρά γούνινα αυστραλιανά μαρσιποφόρα μαρσιποφόρα που έχουν μακριές συνήθως προεφηβικές ουρές
- συνώνυμο:
- φαλαγγαράκησ ,
- οπόσσο ,
- πιθανότητα