Translation meaning & definition of the word "possibility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυνατότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Possibility
[Δυνατότητα]/pɑsəbɪləti/
noun
1. A future prospect or potential
- "This room has great possibilities"
- synonym:
- possibility
1. Μια μελλοντική προοπτική ή δυνατότητα
- "Αυτό το δωμάτιο έχει μεγάλες δυνατότητες"
- συνώνυμο:
- δυνατότητα
2. Capability of existing or happening or being true
- "There is a possibility that his sense of smell has been impaired"
- synonym:
- possibility ,
- possibleness
2. Ικανότητα υπάρχουσας ή συμβαίνουσας ή αληθινής
- "Υπάρχει μια πιθανότητα ότι η αίσθηση της όσφρησης έχει μειωθεί"
- συνώνυμο:
- δυνατότητα ,
- πιθανότητα
3. A tentative insight into the natural world
- A concept that is not yet verified but that if true would explain certain facts or phenomena
- "A scientific hypothesis that survives experimental testing becomes a scientific theory"
- "He proposed a fresh theory of alkalis that later was accepted in chemical practices"
- synonym:
- hypothesis ,
- possibility ,
- theory
3. Μια περίπλοκη εικόνα για τον φυσικό κόσμο
- Μια έννοια που δεν έχει ακόμη επαληθευτεί, αλλά ότι αν ισχύει θα εξηγούσε ορισμένα γεγονότα ή φαινόμενα
- "Μια επιστημονική υπόθεση που επιβιώνει από τις πειραματικές δοκιμές γίνεται επιστημονική θεωρία"
- "Πρότεινε μια νέα θεωρία αλκαλίων που αργότερα έγινε αποδεκτή σε χημικές πρακτικές"
- συνώνυμο:
- υπόθεση ,
- δυνατότητα ,
- θεωρία
4. A possible alternative
- "Bankruptcy is always a possibility"
- synonym:
- possibility ,
- possible action ,
- opening
4. Μια πιθανή εναλλακτική λύση
- "Η πτώχευση είναι πάντα μια πιθανότητα"
- συνώνυμο:
- δυνατότητα ,
- πιθανή δράση ,
- άνοιγμα
Examples of using
That's the only possibility.
Αυτή είναι η μόνη πιθανότητα.
There is the possibility of what he said being true.
Υπάρχει η πιθανότητα αυτό που είπε να είναι αλήθεια.
I'm aware of that possibility.
Γνωρίζω αυτή τη δυνατότητα.