Translation meaning & definition of the word "possessor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέσος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Possessor
[Κατόχου]/pəzɛsər/
noun
1. A person who owns something
- "They are searching for the owner of the car"
- "Who is the owner of that friendly smile?"
- synonym:
- owner ,
- possessor
1. Ένας άνθρωπος που έχει κάτι
- "Αναζητούν τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου"
- "Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του φιλικού χαμόγελου?"
- συνώνυμο:
- ιδιοκτήτης ,
- κάτοχος