Translation meaning & definition of the word "possess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Possess
[Κατέχει]/pəzɛs/
verb
1. Have as an attribute, knowledge, or skill
- "He possesses great knowledge about the middle east"
- synonym:
- possess
1. Έχετε ως χαρακτηριστικό, γνώση ή ικανότητα
- "Έχει μεγάλη γνώση για τη μέση ανατολή"
- συνώνυμο:
- κατέχω
2. Have ownership or possession of
- "He owns three houses in florida"
- "How many cars does she have?"
- synonym:
- own ,
- have ,
- possess
2. Έχετε ιδιοκτησία ή κατοχή
- "Έχει τρία σπίτια στη φλόριντα"
- "Τι αυτοκίνητα έχει?"
- συνώνυμο:
- δικός ,
- έχω ,
- κατέχω
3. Enter into and control, as of emotions or ideas
- "What possessed you to buy this house?"
- "A terrible rage possessed her"
- synonym:
- possess
3. Εισέλθετε και ελέγξτε, ως συναισθήματα ή ιδέες
- "Τι σας είχε αγοράσει αυτό το σπίτι?"
- "Την είχε μια τρομερή οργή"
- συνώνυμο:
- κατέχω
Examples of using
How many books do you possess?
Πόσα βιβλία έχετε?
I possess three kinds of video-game machines.
Έχω τρία είδη μηχανών βιντεοπαιχνιδιών.
Happiness does not consist of how much you possess.
Η ευτυχία δεν αποτελείται από το πόσα έχεις.