Translation meaning & definition of the word "posse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Posse
[Θέση]/pɑsi/
noun
1. A temporary police force
- synonym:
- posse ,
- posse comitatus
1. Μια προσωρινή αστυνομική δύναμη
- συνώνυμο:
- ποζ ,
- ποζάρει