Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "position" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Position

[Θέση]
/pəzɪʃən/

noun

1. The particular portion of space occupied by something

  • "He put the lamp back in its place"
    synonym:
  • position
  • ,
  • place

1. Το συγκεκριμένο τμήμα του χώρου που καταλαμβάνεται από κάτι

  • "Έβαλε τη λάμπα πίσω στη θέση της"
    συνώνυμο:
  • θέση
  • ,
  • τοποθετώ

2. A point occupied by troops for tactical reasons

    synonym:
  • military position
  • ,
  • position

2. Ένα σημείο που καταλαμβάνεται από στρατεύματα για λόγους τακτικής

    συνώνυμο:
  • στρατιωτική θέση
  • ,
  • θέση

3. A way of regarding situations or topics etc.

  • "Consider what follows from the positivist view"
    synonym:
  • position
  • ,
  • view
  • ,
  • perspective

3. Ένας τρόπος αναφορικά με καταστάσεις ή θέματα κ.λπ.

  • "Θεωρήστε τι προκύπτει από τη θετικιστική άποψη"
    συνώνυμο:
  • θέση
  • ,
  • προβολή
  • ,
  • προοπτική

4. The arrangement of the body and its limbs

  • "He assumed an attitude of surrender"
    synonym:
  • position
  • ,
  • posture
  • ,
  • attitude

4. Η διάταξη του σώματος και των άκρων του

  • "Ανέλαβε μια στάση παράδοσης"
    συνώνυμο:
  • θέση
  • ,
  • στάση

5. The relative position or standing of things or especially persons in a society

  • "He had the status of a minor"
  • "The novel attained the status of a classic"
  • "Atheists do not enjoy a favorable position in american life"
    synonym:
  • status
  • ,
  • position

5. Η σχετική θέση ή η θέση των πραγμάτων ή ιδιαίτερα των ατόμων σε μια κοινωνία

  • "Είχε την ιδιότητα ενός ανηλίκου"
  • "Το μυθιστόρημα πέτυχε την κατάσταση ενός κλασικού"
  • "Οι άθεοι δεν απολαμβάνουν ευνοϊκή θέση στην αμερικανική ζωή"
    συνώνυμο:
  • κατάσταση
  • ,
  • θέση

6. A job in an organization

  • "He occupied a post in the treasury"
    synonym:
  • position
  • ,
  • post
  • ,
  • berth
  • ,
  • office
  • ,
  • spot
  • ,
  • billet
  • ,
  • place
  • ,
  • situation

6. Μια δουλειά σε έναν οργανισμό

  • "Κατέλαβε μια θέση στο θησαυροφυλάκιο"
    συνώνυμο:
  • θέση
  • ,
  • δημοσιεύω
  • ,
  • μπερτ
  • ,
  • γραφείο
  • ,
  • σημείο
  • ,
  • παλαμάκι
  • ,
  • τοποθετώ
  • ,
  • κατάσταση

7. The spatial property of a place where or way in which something is situated

  • "The position of the hands on the clock"
  • "He specified the spatial relations of every piece of furniture on the stage"
    synonym:
  • position
  • ,
  • spatial relation

7. Η χωρική ιδιοκτησία ενός τόπου όπου ή τρόπου με τον οποίο βρίσκεται κάτι

  • "Η θέση των χεριών στο ρολόι"
  • "Διευκρίνισε τις χωρικές σχέσεις κάθε επίπλου στη σκηνή"
    συνώνυμο:
  • θέση
  • ,
  • χωρική σχέση

8. The appropriate or customary location

  • "The cars were in position"
    synonym:
  • position

8. Η κατάλληλη ή συνηθισμένη τοποθεσία

  • "Τα αυτοκίνητα ήταν στη θέση τους"
    συνώνυμο:
  • θέση

9. (in team sports) the role assigned to an individual player

  • "What position does he play?"
    synonym:
  • position

9. (αθλήματα ομάδας)ο ρόλος που ανατίθεται σε έναν μεμονωμένο παίκτη

  • "Τι θέση παίζει?"
    συνώνυμο:
  • θέση

10. The act of putting something in a certain place

    synonym:
  • placement
  • ,
  • location
  • ,
  • locating
  • ,
  • position
  • ,
  • positioning
  • ,
  • emplacement

10. Η πράξη της τοποθέτησης κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος

    συνώνυμο:
  • τοποθέτηση
  • ,
  • τοποθεσία
  • ,
  • εντοπισμός
  • ,
  • θέση

11. A condition or position in which you find yourself

  • "The unpleasant situation (or position) of having to choose between two evils"
  • "Found herself in a very fortunate situation"
    synonym:
  • situation
  • ,
  • position

11. Μια κατάσταση ή θέση στην οποία βρίσκεστε

  • "Η δυσάρεστη κατάσταση ( θέση) να πρέπει να επιλέξει μεταξύ δύο κακών"
  • "Βρέθηκε σε μια πολύ τυχερή κατάσταση"
    συνώνυμο:
  • κατάσταση
  • ,
  • θέση

12. A rationalized mental attitude

    synonym:
  • position
  • ,
  • stance
  • ,
  • posture

12. Μια εξορθολογισμένη νοητική στάση

    συνώνυμο:
  • θέση
  • ,
  • στάση

13. An opinion that is held in opposition to another in an argument or dispute

  • "There are two sides to every question"
    synonym:
  • side
  • ,
  • position

13. Μια γνώμη που διατηρείται σε αντίθεση με ένα άλλο επιχείρημα ή διαφωνία

  • "Υπάρχουν δύο πλευρές σε κάθε ερώτηση"
    συνώνυμο:
  • πλευρική
  • ,
  • θέση

14. An item on a list or in a sequence

  • "In the second place"
  • "Moved from third to fifth position"
    synonym:
  • place
  • ,
  • position

14. Ένα στοιχείο σε μια λίστα ή σε μια ακολουθία

  • "Στη δεύτερη θέση"
  • "Μετακινήθηκε από την τρίτη στην πέμπτη θέση"
    συνώνυμο:
  • τοποθετώ
  • ,
  • θέση

15. The post or function properly or customarily occupied or served by another

  • "Can you go in my stead?"
  • "Took his place"
  • "In lieu of"
    synonym:
  • stead
  • ,
  • position
  • ,
  • place
  • ,
  • lieu

15. Η θέση ή η λειτουργία κατάλληλα ή συνήθως καταλαμβάνεται ή εξυπηρετείται από άλλον

  • "Μπορείς να πας στη θέση μου?"
  • "Πήρε τη θέση του"
  • "Αντί για"
    συνώνυμο:
  • ανταγωνιστικόσ
  • ,
  • θέση
  • ,
  • τοποθετώ
  • ,
  • λίου

16. The act of positing

  • An assumption taken as a postulate or axiom
    synonym:
  • position

16. Η πράξη της πρόθεσης

  • Μια υπόθεση που λαμβάνεται ως αξίωμα ή αξίωμα
    συνώνυμο:
  • θέση

verb

1. Cause to be in an appropriate place, state, or relation

    synonym:
  • position

1. Αιτία να είναι σε κατάλληλη θέση, κατάσταση, ή σχέση

    συνώνυμο:
  • θέση

2. Put into a certain place or abstract location

  • "Put your things here"
  • "Set the tray down"
  • "Set the dogs on the scent of the missing children"
  • "Place emphasis on a certain point"
    synonym:
  • put
  • ,
  • set
  • ,
  • place
  • ,
  • pose
  • ,
  • position
  • ,
  • lay

2. Τοποθετήστε το σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια αφηρημένη τοποθεσία

  • "Στη συνέχεια, τα πράγματά σας εδώ"
  • "Βάλτε το δίσκο κάτω"
  • "Βάλτε τα σκυλιά στη μυρωδιά των αγνοουμένων παιδιών"
  • "Τοποθετήστε έμφαση σε ένα συγκεκριμένο σημείο"
    συνώνυμο:
  • βάζω
  • ,
  • σετ
  • ,
  • τοποθετώ
  • ,
  • πόζα
  • ,
  • θέση

Examples of using

Problem-solving and decision-making skills are essential in a managerial position.
Η επίλυση προβλημάτων και οι δεξιότητες λήψης αποφάσεων είναι απαραίτητες σε μια διοικητική θέση.
You'd have done the same in my position.
Το ίδιο θα έκανες και στη θέση μου.
Please stand by, homing in on your position.
Παρακαλώ σταθείτε, ερχόμενοι στη θέση σας.