Translation meaning & definition of the word "posing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Posing
[Συναγωνίζω]/poʊzɪŋ/
noun
1. (photography) the act of assuming a certain position (as for a photograph or portrait)
- "He wanted his portrait painted but couldn't spare time for the sitting"
- synonym:
- sitting ,
- posing
1. (φωτογραφία) η πράξη της υπόθεσης μιας συγκεκριμένης θέσης (ας για μια φωτογραφία ή πορτρέτο)
- "Θα ήθελε το πορτρέτο του ζωγραφισμένο, αλλά δεν μπορούσε να αφιερώσει χρόνο για τη συνεδρίαση"
- συνώνυμο:
- καθιστός ,
- ποζάρω