Translation meaning & definition of the word "posh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιθα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Posh
[Πασ]/pɑʃ/
adjective
1. Elegant and fashionable
- "Classy clothes"
- "A classy dame"
- "A posh restaurant"
- "A swish pastry shop on the rue du bac"- julia child
- synonym:
- classy ,
- posh ,
- swish
1. Κομψό και μοντέρνο
- "Κλασάτα ρούχα"
- "Μια αριστοκρατική κυρία"
- "Ένα εστιατόριο"
- "Ένα κατάστημα ζαχαροπλαστικής στο ρου ντι μπακ"- τζούλια παιδί
- συνώνυμο:
- αριστοκρατικόσ ,
- ποσ ,
- ελώδησ