Translation meaning & definition of the word "poser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poser
[Θέσησ]/poʊzər/
noun
1. A person who habitually pretends to be something he is not
- synonym:
- poseur ,
- poser
1. Ένα άτομο που συνήθως προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι
- συνώνυμο:
- ποζέρ ,
- πόζερ
2. A person who poses for a photographer or painter or sculptor
- "The president didn't have time to be a model so the artist worked from photos"
- synonym:
- model ,
- poser
2. Ένα άτομο που ποζάρει για έναν φωτογράφο ή ζωγράφο ή γλύπτη
- "Ο πρόεδρος δεν είχε χρόνο να γίνει μοντέλο, οπότε ο καλλιτέχνης δούλευε από φωτογραφίες"
- συνώνυμο:
- μοντέλο ,
- πόζερ
3. A particularly difficult or baffling question or problem
- synonym:
- poser ,
- stumper ,
- toughie ,
- sticker
3. Ένα ιδιαίτερα δύσκολο ή αντιμετωπιστικό ερώτημα ή πρόβλημα
- συνώνυμο:
- πόζερ ,
- παραπαίουν ,
- σκληρός ,
- αυτοκόλλητο