Translation meaning & definition of the word "portray" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πορτρέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Portray
[Πορτρέτο]/pɔrtre/
verb
1. Portray in words
- "The book portrays the actor as a selfish person"
- synonym:
- portray
1. Απεικονίζει με λέξεις
- "Το βιβλίο απεικονίζει τον ηθοποιό ως εγωιστικό άτομο"
- συνώνυμο:
- απεικονίζω
2. Make a portrait of
- "Goya wanted to portray his mistress, the duchess of alba"
- synonym:
- portray ,
- depict ,
- limn
2. Φτιάχνω ένα πορτρέτο από
- "Ο γκόγια ήθελε να απεικονίσει την ερωμένη του, τη δούκισσα της άλμπα"
- συνώνυμο:
- απεικονίζω ,
- λιμν
3. Assume or act the character of
- "She impersonates madonna"
- "The actor portrays an elderly, lonely man"
- synonym:
- impersonate ,
- portray
3. Αναλάβετε ή ενεργήστε τον χαρακτήρα του
- "Υποδυόμαστε τη μαντόνα"
- "Ο ηθοποιός απεικονίζει έναν ηλικιωμένο, μοναχικό άνθρωπο"
- συνώνυμο:
- προσωποποιώ ,
- απεικονίζω
4. Represent abstractly, for example in a painting, drawing, or sculpture
- "The father is portrayed as a good-looking man in this painting"
- synonym:
- portray ,
- present
4. Αντιπροσωπεύουν αφηρημένα, για παράδειγμα σε έναν πίνακα ζωγραφικής, σχέδιο ή γλυπτό
- "Ο πατέρας απεικονίζεται ως ένας όμορφος άνθρωπος σε αυτόν τον πίνακα"
- συνώνυμο:
- απεικονίζω ,
- παρών