Translation meaning & definition of the word "porto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόρτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Porto
[Πόρτο]/pɔrtoʊ/
noun
1. Port city in northwest portugal
- Noted for port wine
- synonym:
- Porto ,
- Oporto
1. Πόλη λιμάνι στη βορειοδυτική πορτογαλία
- Σημειωμένο για το κρασί λιμένων
- συνώνυμο:
- Πόρτο