Translation meaning & definition of the word "portion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναλογία" στην ελληνική γλώσσα
Portion
[Μερίδα]noun
1. Something determined in relation to something that includes it
- "He wanted to feel a part of something bigger than himself"
- "I read a portion of the manuscript"
- "The smaller component is hard to reach"
- "The animal constituent of plankton"
- synonym:
- part ,
- portion ,
- component part ,
- component ,
- constituent
1. Κάτι αποφασισμένο σε σχέση με κάτι που το περιλαμβάνει
- "Θέλησε να νιώσει ένα μέρος από κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του"
- "Διάβασα ένα τμήμα του χειρογράφου"
- "Το μικρότερο συστατικό είναι δύσκολο να επιτευχθεί"
- "Το ζωικό συστατικό του πλαγκτόν"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- μερίδα ,
- συστατικό μέρος ,
- συστατικό
2. Something less than the whole of a human artifact
- "The rear part of the house"
- "Glue the two parts together"
- synonym:
- part ,
- portion
2. Κάτι λιγότερο από το σύνολο ενός ανθρώπινου τεχνουργήματος
- "Το πίσω μέρος του σπιτιού"
- "Συγκεντρώστε τα δύο μέρη μαζί"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- μερίδα
3. The allotment of some amount by dividing something
- "Death gets more than its share of attention from theologians"
- synonym:
- parcel ,
- portion ,
- share
3. Η κατανομή κάποιου ποσού διαιρώντας κάτι
- "Ο θάνατος παίρνει περισσότερα από το μερίδιο προσοχής του από τους θεολόγους"
- συνώνυμο:
- πακέτο ,
- μερίδα ,
- μεταδίδω
4. Assets belonging to or due to or contributed by an individual person or group
- "He wanted his share in cash"
- synonym:
- share ,
- portion ,
- part ,
- percentage
4. Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν ή οφείλονται ή συνεισφέρονται από μεμονωμένο πρόσωπο ή ομάδα
- "Θέλει το μερίδιό του σε μετρητά"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- μερίδα ,
- μέρος ,
- ποσοστό
5. Your overall circumstances or condition in life (including everything that happens to you)
- "Whatever my fortune may be"
- "Deserved a better fate"
- "Has a happy lot"
- "The luck of the irish"
- "A victim of circumstances"
- "Success that was her portion"
- synonym:
- fortune ,
- destiny ,
- fate ,
- luck ,
- lot ,
- circumstances ,
- portion
5. Τις συνολικές σας περιστάσεις ή κατάσταση στη ζωή (συμπεριλαμβανομένων όλων όσων συμβαίνουν σε σας)
- "Όποια και αν είναι η τύχη μου"
- "Αποφάσισε μια καλύτερη μοίρα"
- "Έχει πολύ χαρούμενο"
- "Η τύχη των ιρλανδών"
- "Θύμα των περιστάσεων"
- "Η επιτυχία αυτή ήταν το μερίδιό της"
- συνώνυμο:
- τύχη ,
- πεπρωμένο ,
- μοίρα ,
- πολύ ,
- περιστάσεις ,
- μερίδα
6. Money or property brought by a woman to her husband at marriage
- synonym:
- dowry ,
- dowery ,
- dower ,
- portion
6. Χρήματα ή περιουσία που έφερε μια γυναίκα στον σύζυγό της στο γάμο
- συνώνυμο:
- προίκα ,
- ντουαρία ,
- ντόουντερ ,
- μερίδα
7. An individual quantity of food or drink taken as part of a meal
- "The helpings were all small"
- "His portion was larger than hers"
- "There's enough for two servings each"
- synonym:
- helping ,
- portion ,
- serving
7. Ατομική ποσότητα τροφίμων ή ποτών που λαμβάνονται ως μέρος ενός γεύματος
- "Οι βοήθειες ήταν όλες μικρές"
- "Η μερίδα του ήταν μεγαλύτερη από τη δική της"
- "Υπάρχει αρκετό για δύο μερίδες το καθένα"
- συνώνυμο:
- βοηθώντας ,
- μερίδα ,
- σερβίρισμα
verb
1. Give out
- "We were assigned new uniforms"
- synonym:
- assign ,
- allot ,
- portion
1. Παραδίδω
- "Μας ανατέθηκαν νέες στολές"
- συνώνυμο:
- αναθέτω ,
- παραχώρηση ,
- μερίδα