Translation meaning & definition of the word "portfolio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτοφυλάκιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Portfolio
[Χαρτοφυλάκιο]/pɔrtfoʊlioʊ/
noun
1. A large, flat, thin case for carrying loose papers or drawings or maps
- Usually leather
- "He remembered her because she was carrying a large portfolio"
- synonym:
- portfolio
1. Μια μεγάλη, επίπεδη, λεπτή θήκη για τη μεταφορά χαλαρών χαρτιών ή σχεδίων ή χαρτών
- Συνήθως δέρμα
- "Τη θυμόταν επειδή κουβαλούσε ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο"
- συνώνυμο:
- χαρτοφυλάκιο
2. A set of pieces of creative work collected to be shown to potential customers or employers
- "The artist had put together a portfolio of his work"
- "Every actor has a portfolio of photographs"
- synonym:
- portfolio
2. Μια σειρά από κομμάτια δημιουργικής εργασίας που συλλέγονται για να εμφανιστούν σε πιθανούς πελάτες ή εργοδότες
- "Ο καλλιτέχνης είχε συγκεντρώσει ένα χαρτοφυλάκιο της δουλειάς του"
- "Κάθε ηθοποιός έχει ένα χαρτοφυλάκιο φωτογραφιών"
- συνώνυμο:
- χαρτοφυλάκιο
3. A list of the financial assets held by an individual or a bank or other financial institution
- "They were disappointed by the poor returns on their stock portfolio"
- synonym:
- portfolio
3. Κατάλογο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει ένα άτομο ή μια τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα
- "Απογοητεύτηκαν από τις κακές αποδόσεις στο χαρτοφυλάκιο των μετοχών τους"
- συνώνυμο:
- χαρτοφυλάκιο
4. The role of the head of a government department
- "He holds the portfolio for foreign affairs"
- synonym:
- portfolio
4. Ο ρόλος του επικεφαλής ενός κυβερνητικού τμήματος
- "Κατέχει το χαρτοφυλάκιο των εξωτερικών υποθέσεων"
- συνώνυμο:
- χαρτοφυλάκιο