Translation meaning & definition of the word "port" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιμάνι" στην ελληνική γλώσσα
Port
[Λιμάνι]noun
1. A place (seaport or airport) where people and merchandise can enter or leave a country
- synonym:
- port
1. Ένας τόπος (θέατρο ή αεροδρόμιο) όπου οι άνθρωποι και τα εμπορεύματα μπορούν να εισέλθουν ή να εγκαταλείψουν μια χώρα
- συνώνυμο:
- λιμάνι
2. Sweet dark-red dessert wine originally from portugal
- synonym:
- port ,
- port wine
2. Γλυκό σκούρο κόκκινο κρασί επιδόρπιο αρχικά από την πορτογαλία
- συνώνυμο:
- λιμάνι ,
- κρασί λιμανιού
3. An opening (in a wall or ship or armored vehicle) for firing through
- synonym:
- port ,
- embrasure ,
- porthole
3. Ένα άνοιγμα (σε τοίχο ή πλοίο ή θωρακισμένο όχημα) για πυροδότηση
- συνώνυμο:
- λιμάνι ,
- εμπλοκή ,
- πορθιόλη
4. The left side of a ship or aircraft to someone who is aboard and facing the bow or nose
- synonym:
- larboard ,
- port
4. Η αριστερή πλευρά ενός πλοίου ή ενός αεροσκάφους σε κάποιον που είναι επί του σκάφους και αντιμετωπίζει το τόξο ή τη μύτη
- συνώνυμο:
- προνύμφη ,
- λιμάνι
5. (computer science) computer circuit consisting of the hardware and associated circuitry that links one device with another (especially a computer and a hard disk drive or other peripherals)
- synonym:
- interface ,
- port
5. ( κύκλωμα υπολογιστή) που αποτελείται από υλικό και σχετικό κύκλωμα που συνδέει μια συσκευή με ένα άλλο (ειδικά έναν υπολογιστή και δίσκο ή άλλλλο )
- συνώνυμο:
- διεπαφή ,
- λιμάνι
verb
1. Put or turn on the left side, of a ship
- "Port the helm"
- synonym:
- port
1. Βάλτε ή ανοίξτε την αριστερή πλευρά ενός πλοίου
- "Παραδώστε το τιμόνι"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
2. Bring to port
- "The captain ported the ship at night"
- synonym:
- port
2. Φέρτε στο λιμάνι
- "Ο καπετάνιος φόρεσε το πλοίο τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
3. Land at or reach a port
- "The ship finally ported"
- synonym:
- port
3. Προσγειωθείτε ή φτάσετε σε ένα λιμάνι
- "Το πλοίο τελικά προμηθεύτηκε"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
4. Turn or go to the port or left side, of a ship
- "The big ship was slowly porting"
- synonym:
- port
4. Στρίψτε ή πηγαίνετε στο λιμάνι ή στην αριστερή πλευρά ενός πλοίου
- "Το μεγάλο πλοίο φορτώνει αργά"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
5. Carry, bear, convey, or bring
- "The small canoe could be ported easily"
- synonym:
- port
5. Μεταφέρετε, αρκούδετε, μεταφέρετε ή φέρτε
- "Το μικρό κανό θα μπορούσε να φορεθεί εύκολα"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
6. Carry or hold with both hands diagonally across the body, especially of weapons
- "Port a rifle"
- synonym:
- port
6. Μεταφέρετε ή κρατήστε με τα δύο χέρια διαγώνια σε όλο το σώμα, ειδικά με όπλα
- "Παίρνετε ένα τουφέκι"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
7. Drink port
- "We were porting all in the club after dinner"
- synonym:
- port
7. Ποτό
- "Φορτώσαμε όλα στο κλαμπ μετά το δείπνο"
- συνώνυμο:
- λιμάνι
8. Modify (software) for use on a different machine or platform
- synonym:
- port
8. Τροποποιήστε (λογισμικό) για χρήση σε διαφορετική μηχανή ή πλατφόρμα
- συνώνυμο:
- λιμάνι
adjective
1. Located on the left side of a ship or aircraft
- synonym:
- port ,
- larboard
1. Βρίσκεται στην αριστερή πλευρά ενός πλοίου ή αεροσκάφους
- συνώνυμο:
- λιμάνι ,
- προνύμφη