Translation meaning & definition of the word "porridge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόρτζερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Porridge
[Κουάκερ]/pɔrəʤ/
noun
1. Soft food made by boiling oatmeal or other meal or legumes in water or milk until thick
- synonym:
- porridge
1. Μαλακά τρόφιμα που παρασκευάζονται με βρασμό πλιγούρι βρώμης ή άλλου γεύματος ή όσπρια σε νερό ή γάλα μέχρι να πήξει
- συνώνυμο:
- κουάκερ