Translation meaning & definition of the word "pornographic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πορνογραφικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pornographic
[Πορνογραφικόσ]/pɔrnəgræfɪk/
adjective
1. Designed to arouse lust
- "Pornographic films and magazines"
- "Adult movies"
- synonym:
- pornographic ,
- adult
1. Σχεδιασμένο για να ξυπνήσει τη σφοδρή επιθυμία
- "Πορνογραφικές ταινίες και περιοδικά"
- "Ενήλικες ταινίες"
- συνώνυμο:
- πορνογραφικόσ ,
- ενήλικος