Translation meaning & definition of the word "pore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pore
[Πόρνη]/pɔr/
noun
1. Any tiny hole admitting passage of a liquid (fluid or gas)
- synonym:
- pore
1. Οποιαδήποτε μικροσκοπική τρύπα που παραδέχεται το πέρασμα ενός υγρού (ρευδιού ή αε)
- συνώνυμο:
- πόρος
2. Any small opening in the skin or outer surface of an animal
- synonym:
- pore
2. Οποιοδήποτε μικρό άνοιγμα στο δέρμα ή την εξωτερική επιφάνεια ενός ζώου
- συνώνυμο:
- πόρος
3. A minute epidermal pore in a leaf or stem through which gases and water vapor can pass
- synonym:
- stoma ,
- stomate ,
- pore
3. Ένας λεπτός επιδερμικός πόρος σε ένα φύλλο ή στέλεχος μέσω του οποίου μπορούν να περάσουν τα αέρια και οι υδρατμοί
- συνώνυμο:
- στόμα ,
- στοματίζω ,
- πόρος
verb
1. Direct one's attention on something
- "Please focus on your studies and not on your hobbies"
- synonym:
- concentrate ,
- focus ,
- center ,
- centre ,
- pore ,
- rivet
1. Απευθύνετε την προσοχή σας σε κάτι
- "Επικεντρωθείτε στις σπουδές σας και όχι στα χόμπι σας"
- συνώνυμο:
- συγκεντρώνω ,
- εστιάζω ,
- κέντρο ,
- πόρος ,
- πριτσίνι